χαρτώνω

χαρτώνω
-ωσα, επιστρώνω κάτι με χαρτί, το επενδύω με χαρτί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαρτώνω — Ν επιστρώνω, καλύπτω με χαρτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί. Το ρ., στον τ. τής μτχ. χαρτωμένοι (τοίχοι), μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χάρτωμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτώνω. Η λ., στον πληθ. χαρτώματα, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χαρτωσιά — η, Ν 1. (στο χαρτοπαίγνιο) το σύνολο τών χαρτιών που μαζεύει ο παίκτης με ένα μόνον χαρτί, μπάζα 2. φρ. «δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά σου» είναι πολύ κατώτερός σου, δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρτωσ τού αορ. χάρτωσ α τού ρ …   Dictionary of Greek

  • χάρτωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρτώνω, επίστρωση ή επένδυση με χαρτί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”